- κρομμύδιον
- κρομμύδιον, τό,A small onion, Gp.12.1.2 (κρομύδιν codd.), Sch.Opp. H.3.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρομμύδιον — κρομμύδιον, τὸ (AM, Μ και κρομμύδιν) μικρό κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. δακρ ύδιον, καρ ύδιον)] … Dictionary of Greek
κρομμύδιον — small onion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμυδίοις — κρομμύδιον small onion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμυδίου — κρομμύδιον small onion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαταλοκρομμύδης — ὁ, Μ αυτός που τρώει με απληστία, με λαιμαργία τα κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάλη + κρομμύδιον] … Dictionary of Greek